διαμαντικό

διαμαντικό
τό
1) бриллиантовое украшение; 2) πλ. драгоценности

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διαμαντικό" в других словарях:

  • διαμαντικό — το 1. αδαμαντοποίκιλτο κόσμημα 2. πληθ. τα διαμαντικά σύνολο κοσμημάτων με διαμάντια και άλλα πολύτιμα πετράδια …   Dictionary of Greek

  • διαμαντικό — το 1. κόσμημα στολισμένο με διαμάντια ή κατασκευασμένο απ’ αυτά. 2. στον πληθ., διαμαντικά τα κοσμήματα, τα χρυσαφικά: Φυλάει τα διαμαντικά της σε θυρίδα στην τράπεζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»